- θερμουργός
- -ή, -ό1. που ενεργεί με θέρμη, που εργάζεται με θέρμη.2. απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμουργός — doing hot and hasty acts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] … Dictionary of Greek
θερμουργόν — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem acc sg θερμουργός doing hot and hasty acts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργότατον — θερμουργός doing hot and hasty acts masc acc superl sg θερμουργός doing hot and hasty acts neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργοί — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργοῦ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργούς — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργέ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργῶς — θερμουργός doing hot and hasty acts adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργῷ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)